-
1 μάζα
[маза] ουσ. Θ. масса,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μάζα
-
2 масса
1. (физическая величина) η μάζ/α, το βάροςвзлётная - ав. το βάρος της απογείωσηςпредельная - см. критическая -тяжёлая - см. гравитационная -2. (полужидкое вещество, смесь) о πολτός 3. (эл., элн.) η ηλεκτρική ή ηλεκτρονική μάζα 4. (большое количество) о μεγάλος αριθμός, η μεγάλη ποσότητα, ο όγκος, ο σωρός 5. (вещество, материал) η μάζα, το υλικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масса
-
3 масса
масса ж 1) в разн. знач. η μάζα· народные \массаы οι λαϊκές μάζες 2) (множество) το πλήθος* \масса народу πολύς κόσμος, τα πλήθη* * *ж1) в разн. знач. η μάζαнаро́дные ма́ссы — οι λαϊκές μάζες
2) ( множество) πλήθοςма́сса наро́ду — πολύς κόσμος, τα πλήθη
-
4 пластмасса
-
5 масса
масс||а I ж1. (людская, народ) τό πλήθος, ἡ μάζα:\масса людей ἡ κοσμοπλημ-μύρα, τό πλήθος κόσμου· трудящиеся \массаы οἱ μάζες τῶν ἐργαζομένων народные \массаы οἱ λαϊκές μάζες·2. (множество) τό πλήθος / ὁ σωρός, ἡ σωρεία (куча)/ ὁ ὀγκος (груда):\масса пыли ὁ σωρός σκόνης, τό σύννεφο σκόνης· \масса работы ὁ δγκος δουλειᾶς· \масса впечатлений σωρεία ἐντυπώσεων ◊ в \массае μαζικά, κατά μάζες.масса II ж (вещество) ἡ μᾶζα, ὁ πολτός:стеклянная (древесная) \масса πολτός γυαλιού (ξύλου). -
6 глубина
το βάθος- вруба - της εγκο-πής/κοπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > глубина
-
7 инерция
η αδράνει/αмерой - и является масса το μέτρο της - ας είναι η μάζα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инерция
-
8 клинкер
1. мет. η πυρίμαχη μάζατο υπόλειμμαη εκβολάς 2 (высокопрочный кирпич) ο/η πλίνθος μεγάλης αντοχής3. (цементный) το μείγμα/η πρώτη ύλη του τσιμέντουразг. το κλίνκερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клинкер
-
9 массосодержание
η περιεκτικότητα σε μάζα/της μάζας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > массосодержание
-
10 пресс-масса
το συμπιεσμένο υλικό ή μάζα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пресс-масса
-
11 гибель
гибельж1. ὁ ὅλεθρος, ἡ καταστροφή, ὁ χαμός, ἡ ἀπώλεια/ τό ναυάγιο (корабля)/ ἡ κατάρρευση [-ις] (государства)/ ὁ θάνατος (смерть):идти на верную \гибель πηγαίνω σέ σίγουρο χαμό·2. (множество) разг χό πλήθος, ἡ μάζα. -
12 конгломерат
конгломератм τό σύγκριμα, ἡ μάζα, τό σύμφυρμα. -
13 плотный
плотн||ыйприл1. πυκνός, συμπαγής / κρουστός (о ткани):\плотныйая ма́сса ἡ συμπαγής μάζα·2. (о человеке) εὐρωστος, σωματώδης:\плотныйый мужчина εὐρωστος (или σωματώδης) ἀνδρας·3. (сытный) γερός:после \плотныйого обеда... μετά ἀπό γερό γεῦμα.. -
14 масса
[μάσσα] ουσ. θ. μάζα, πλήθος, σωρός -
15 масса
[μάσσα] ουσ. θ. μάζα, πολτός -
16 probability mass
French\ \ probabilité condensée en un point; masse ponctuelle de probabilité; masse représentative d'une probabilité; masse de probabilitéGerman\ \ Wahrscheinlichkeitsbelegung; WahrscheinlichkeitsmasseDutch\ \ waarschijnlijkheidsmassaItalian\ \ massa di probabilitàSpanish\ \ masa de probabilidadCatalan\ \ massa de probabilitatPortuguese\ \ massa de probabilidadeRomanian\ \ -Danish\ \ sandsynlighedsmasseNorwegian\ \ sannsynlighetsmasseSwedish\ \ sannolikhetsmassaGreek\ \ μάζα πιθανότηταςFinnish\ \ todennäköisyysmassaHungarian\ \ valószínûségi tömegTurkish\ \ olasılık kütlesiEstonian\ \ tõenäosusmõõt; tõenäosusmassLithuanian\ \ tikimybinė masėSlovenian\ \ -Polish\ \ masa prawdopodobieństwaRussian\ \ вероятностная мераUkrainian\ \ імовірнісна міраSerbian\ \ -Icelandic\ \ líkur massiEuskara\ \ probabilitate-masaFarsi\ \ jerme ehtemalPersian-Farsi\ \ جرم احتمالArabic\ \ كتلة الاحتمالAfrikaans\ \ waarskynlikheidsmassaChinese\ \ 概 率 大 量Korean\ \ 확률질량 -
17 масса
[μάσσα] ουσ θ μάζα, πλήθος, σωρός -
18 масса
[μάσσα] ουσ θ μάζα, πολτός -
19 бесформенный
επ., βρ: -мен, -менна, -нноάμορφος, διάχυτος•-ая масса άμορφη μάζα.
-
20 громада
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μᾶζα — barley cake fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek
μάζα — η 1. ό,τι μοιάζει με ζύμη ή λάσπη: Τα φρούτα έγιναν μια μάζα. 2. ο λαός, ιδιαίτερα οι εργαζόμενες τάξεις, πλήθος λαού: Οι εργατικές μάζες διεκδικούν τα δικαιώματά τους. 3. (φυσ.), το ποσό ύλης που περιέχει ένα σώμα: Αυτό το σώμα έχει μάζα 100… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάζα — μά̱ζᾱ , μᾶζα barley cake fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάζᾳ — μά̱ζᾱͅ , μᾶζα barley cake fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίσιμη μάζα — Όρος της πυρηνικής φυσικής που δηλώνει την ελάχιστη μάζα ενός σχάσιμου υλικού, η οποία είναι απαραίτητη για να πραγματοποιηθεί μια αλυσωτή αντίδραση (ικανή να μας δώσει τη λεγόμενη πρώτη γενεά σωματιδίων). Εκτός από τον όρο κ.μ. χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… … Dictionary of Greek
μᾶζ' — μᾶζα , μᾶζα barley cake fem nom/voc sg μᾶζαι , μᾶζα barley cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… … Dictionary of Greek
αδενοειδείς εκβλαστήσεις — Μάζα λεμφικού ιστού μεταξύ ρινικής κοιλότητας και φάρυγγα. Η οξεία φλεγμονή των α.ε. προκαλεί αδενοειδίτιδα, που χαρακτηρίζεται από πυρετό, δυσκολία αναπνοής από τη μύτη, φλόγωση του μέσου αφτιού και γενική κατάπτωση. Αδενοειδισμός ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
μᾶζαι — μᾶζα barley cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)